καταιγίδας

καταιγίδας
καταιγίς
squall descending from above
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοδρόμος — Μικρό νηκτικό πτηνό του βόρειου Ατλαντικού, με ψαλιδωτή ουρά, στρογγυλές φτερούγες και γαμψό ράμφος. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο είναι το πτηνό με την επιστημονική ονομασία προσελαρία η πελάγιος. Αυτό έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • βροντόμετρο — το συσκευή με την οποία παρακολουθούνται και καταγράφονται τα διάφορα φαινόμενα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας …   Dictionary of Greek

  • γνόφος — (AM) (Α και δνόφος) 1. σκοτεινιά 2. πληθ. οἱ γνόφοι σύννεφα καταιγίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνόφος είναι μτγν. τ. τού δνόφος*, με φωνητική εξέλιξη του δν σε γν ] …   Dictionary of Greek

  • ουραγκάν — ο (μετεωρ.) ονομασία σφοδρότατης καταιγίδας που συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους, η ταχύτητα τών οποίων υπερβαίνει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. hurocan] …   Dictionary of Greek

  • προαγγελία — η, ΝΜΑ [προαγγέλλω] 1. η ενέργεια τού προαγγέλλω, αγγελία η οποία δίνεται από πριν για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προαναγγελία («προαγγελία καταιγίδας») 2. προφητεία, μαντεία νεοελλ. συνεκδ. αυτό που ανακοινώνεται από πριν, που… …   Dictionary of Greek

  • προσέλευση — η / προσέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ 1. έλευση, άφιξη 2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω τής καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”